Η Λούσι Πάρσονς γεννήθηκε το 1853 στο Ουάκο, του Τέξας πιθανότατα ως κόρη σκλάβων, αφού είχε ρίζες Μεξικάνικες, Αμερικανικές (Ινδιάνικες) και Αφρικάνικες (η ίδια απορρίπτει πως έχει Αφρικανικές ρίζες). Μεγάλωσε στο Τέξας, υπήρξε μάρτυρας του Εμφύλιου Πολέμου καθώς και της ρατσιστικής βίας της Κου Κλουξ Κλαν και άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων που ακολούθησαν, κάτι που μάλλον την βοήθησε να σχηματίσει την ύστερη ιδεολογία της για τον αγώνα και την αντίσταση.
Μεταξύ του 1869 και 1871, γνωρίστηκε με τον Άλμπερτ Πάρσονς, έναν νεαρό που μπήκε στον Ομοσπονδιακό στρατό στα 16 του για να αποδράσει από το σπίτι του. Μετά τον εμφύλιο έγινε Ριζοσπάστης Δημοκρατικός. Μετά τον γάμο του, το ζευγάρι στοχοποιήθηκε από την Κ.Κ.Κ σε ένα κύμα ρατσιστικής τρομοκρατίας. Για να ξεφύγουν απ’ τη βία, μεταφέρθηκαν στη βόρεια πλευρά του Σικάγο, όπου άρχισαν να χτίζουν τον μύθο τους ως ριζοσπάστες θεωρητικοί, νεωτεριστές και οργανωτές του αγώνα για τα δικαιώματα των εργατών.
Ας επισημάνουμε πως συχνά θεωρούνταν πιο «επικίνδυνη» από τον άντρα της, επειδή αυτή ήταν τόσο αφοσιωμένη στις πεποιθήσεις της που αφορούσαν τα δικαιώματα των φτωχών. Η Λούσι ήταν επίσης απειλητικά μαχητική ως αγωνίστρια και ριζοσπάστρια, καθώς αρνήθηκε να αναλάβει το ρόλο της νοικοκυράς.
Μολονότι είναι περισσότερο γνωστή ως γυναίκα του Άλμπερτ Πάρσονς (Albert Parsons), έναν από τους θρυλικούς μάρτυρες του Χέιμάρκετ του 1886, ήταν από μόνη της μια περίφημη υποκινήτρια. Αυτή η εντυπωσιακά προκλητική γυναίκα αφιέρωσε όλη της τη ζωή στην επίλυση των προβλημάτων των φτωχών, στην επίτευξη ίσων δικαιωμάτων για τις γυναίκες και τις μειονότητες, στην κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του Κράτους.
Η Λούσι Πάρσονς πεθαίνει τελικά στις 7 Μαρτίου 1942 από φωτιά που ξέσπασε στο σπίτι όπου έμενε. Ακόμη και μετά το θάνατό της το Κράτος τη θεωρούσε απειλή κι έτσι οι μπάτσοι που μπήκαν στο σπίτι μετά την πυρκαγιά μάζεψαν όλα τα προσωπικά της έγγραφα και τα έντυπα που είχε στην κατοχή της…