Για να αγαπήσουμε τους εαυτούς μας … πρέπει να ξαναμισήσουμε τα αφεντικά
Το κράτος “εξολοθρευτής” των κοινωνικών κινδύνων, το κράτος πρόνοιας δηλαδή, βαθμιαία αποδιαρθρώνεται ενώ απομακρύνονται και οι περιορισμοί που εφαρμόζονταν στις επιχειρηματικές δραστηριότητες στο πεδίο της “ελεύθερης αγοράς”. Δηλαδή πλέον δεν αποτελεί κατά βάση ένα μηχανισμό αναπλήρωσης εισοδημάτων που δεν ασχολείται με το ζήτημα του καταλογισμού της ευθύνης. Αντιθέτως, αποτελεί ένα μηχανισμό που επιτηρεί και καθιστά «αξιολογήσιμες» για τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς τις αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες. Στη νεοφιλελεύθερη εποχή η πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές δεν αποτελεί (κοινωνικό) δικαίωμα που διαθέτει αυτόματα όποιος είναι φορέας της ιδιότητας του πολίτη, αλλά πρέπει να περιορίζεται σε αυτούς που αποδεδειγμένα έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη και προσπαθούν να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Για αυτό άλλωστε έχει αποδυναμωθεί εξαιρετικά (όχι όμως και καταργηθεί) το «δόγμα της καθολικότητας των παροχών».
Το σύγχρονο κράτος πρόνοιας περιορίζει τις προστατευτικές του λειτουργίες σε ένα κοινωνικό κομμάτι “ανήμπορων προς εργασία” για να τους εξασφαλίσει ένα κατώτατο όριο κατανάλωσης προς επιβίωση και μόνο. Από «παθητικό» (σύμφωνα με την τρέχουσα φιλελεύθερη ορολογία) μετατρέπεται σε ένα «επιλεκτικό» και «ενεργητικό» κράτος πρόνοιας. Έτσι το ιδεολόγημα του “κοινωνικού παρασιτισμού” που ξεδιπλώθηκε στις αρχές του 80 βρίσκει ένα λαμπρό πεδίο εφαρμογής σε μεγακλίμακα και στραμμένο πλέον όπως προαναφέρθηκε στην λογική της διαχείρισης περισσευούμενων πληθυσμών. Δεν έχει πλέον σημασία η ύπαρξη ενός περιεκτικού συστήματος παροχών ή πολιτικών ενσωμάτωσης αφού τo πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής γίνεται “ιδιωτική υπόθεση”.