Περνούσα από το σοκάκι του εστιατορίου «Ο Ερμής».
Ήταν νύχτα.
Εννέα σχεδόν η ώρα.
Το σκοτάδι και πλησίον της πλαγίας θύρας του εστιατορίου, μια σκιά μου εκίνησε την περιέργεια.
Την επλησίασα.
Ήταν ένας άνθρωπος έως 55 χρονών.
Ηλιοκαμμένος, αλλά πρασινοκίτρινος.
Κοκκαλιάρης, με μεγάλα μαλλιά, κουρελιασμένα ρούχα, βρωμισμένα γένια και μουστάκια, ξυπόλητος και με μια παληοσκούφια στο κεφάλι.
Μου έκαναν εντύπωσι τα μάτια του.
Κάτω από τα δασιά φρίδια του φεγγοβολούσαν στο σκοτάδι σαν μαύρες φλόγες.
Είχαν μια έκφραση πόνου και αγριότητος.
Ήσαν φωτερά και όμως περιχυμένα με μια θαμπάδα περίεργη.
Σαν φως, μέσα σε μάυρο γλόμπο.
Τι να σας πω, μου εκίνησε την περιέργειαν ο άνθρωπος αυτός.
Εφαίνετο ύποπτος, κακός αλλά και αθώος και αγαθός.
Άγριος και πονηρός, αλλά και ήμερος και βλάκας.
Επροφυλάσσετο σαν να επρόκειτο κάτι κακό να κάνη.
Προσεποιήθην ότι δεν μου έκανε εντύπωσι και μη δώσας πχια προσοχή, προχώρησα.
Ύστερα από λίγο επέστρεψα κα παραμόνευσα, να δω τι θα συνέβαινε και τι ήθελε ο άνθρωπος αυτός εκεί.
Δεν περίμενα πολύ. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα αυτός έκανε πως περπατούσε.
Από το εστιατόριο βγήκε ο μικρός υπηρέτης και πέταξε σε κάποιο ντενεκέ μια πιατέλα με κόκκαλα και αποφάγια.
Η σκιά στο λεπτό ξαναγύρισε.
Επλησίασε στο ντενεκέ, και μεπροφύλαξι και βία, άνοιξε ένα βρώμικο μανδήλι, μάζεψε τα κόκκαλα, τάριξε μέσα σ’ αυτό, τα τύλιξε, τάκρυψε κάτω από το κουρελιασμένο σακάκι του και τώστριψε με βία.
-Τον καημένο, είπα.
Μέσα στη δυστυχία του, θα έχη κανένα φίλο πιστό, κανένα σκύλο, και του πηγαίνει τροφή.
Μου φάνηκε συγκινητικό το πράγμα, και απεφάσισα να τον παρακολουθήσω, να δω με τη χαρά κι ευγνωμοσύνη θα τον υποδέχετο ο σκύλος.
Τον παρακολούθησα λοιπόν.
Τραβούσε προς τη θάλασσα.
-Μπα, είπα μέσα μου, πού πάει;
Ύστερα σκέφτηκα.
-Α ναι κάνας φτωχοψαράς απ’ αυτούς που μαζεύουν τη νύκτα γαρίδες κλπ.
Έφθασε κατά τα μπλοκ.
Μόλις τον διέκρινα.
Σταμάτησε αυτός, εγώ κρύβωμαι.
Εκύταξε γύρω του με προφύλαξι και χώθηκε με κάποιο φόβο ανάμεσα στα μπλοκ.
-Τι διάβολο λέγω. Τι είδους άνθρωπος είνε αυτός.
Τρύπωσα κι εγώ στα μπλόκια από άλλη μεριά και σιγά σιγά, περπατώντας στις μύτες τον πέτυχα.
Ένα φρικτό θέαμα αντίκρυσα τότε.
Ο άνθρωπος καθισμένος σταυροπόδι, άνοιξε το βρώμικο μανδήλι με τ’ αποφάγια και τα κόκκαλα.
Περίμενα να δω τον σκύλο… τίποτε!
Έβγαλε από τον κόρφο του ένα ξεροκόμματο, άπλωσε το μανδήλι, έκανε το… σταυρό του!! (ω ειρωνεία) και έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό.
Α, ο αναστεναγμός αυτός ήταν ένα κύμα πόνου.
Ήταν το γέλιο της δυστυχίας.
Η φωνή της πείνας.
Ήταν ακόμη η ηχώ των ιαχών, που θα αποτελέσουν μια μέρα αι φάλαγγες των πεινασμένων, των ενδεών, των δυστυχισμένων, των αδικουμένων.
Ο αναστεναγμός του μου τρύπησε την καρδιά και ο πόνος που αισθάνθηκα, μου λύγισε τα πόδια.
Ύστερα. Ω! ύστερα, είδα τον άνθρωπο να μεταμορφωθή σε σκύλο!
Άρχισε να τρώγη τα αποφάγια με βουλιμία και να ξεκοκκαλλιάζει τα κόκκαλα.
Ο άνθρωπος έγινε σκύλος!
Μα όχι, δεν μου φάνηκε για σκύλος εκείνη τη στιγμή.
Μέσα εις το σκοτάδι εκείνο, ανάμεσα στα βράχια των μπλοκ, κάτω απ’ την αναλαμπήν των άστρων, μου φάνηκε σαν ανθρωποφάγος…
Ή όχι σαν θεριό που μεγάλωνε, μεγάλωνε, και θα μεγαλώση, πολύ θα μεγαλώση μια μέρα και θα γίνη το θεριό, το μεγάλο το θεριό, που θα ξεσχίση την κοινωνία, αν δεν προλάβη ως τότε να μεταμορφωθή.
«Σκαπάνη»