“…όταν ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός μετατρέπει τον πόλεμο σε ολοένα και λιγότερο μακρινή πραγματικότητα, που μπορούμε απλά να χώσουμε κάτω από το χαλί, ο αντιμιλιταρισμός θα όφειλε να μας απασχολεί πολύ πιο σοβαρά και στοχευμένα. Λέμε στοχευμένα γιατί τα μεγάλα εύκολα λόγια, π.χ. κατά του ΝΑΤΟ και των “φονιάδων των λαών”, το μόνο που τελικά κατάφεραν ήταν να εξασφαλίσουν άλλοθι αγωνιστικότητας και “αντιιμπεριαλισμού” στους φορείς τους και να επισκιάσουν την πραγματικότητα του μιλιταρισμού, όπως αυτός έχει υφανθεί εδώ και τώρα, δίπλα μας, στην περιοχή που ζούμε και από το κράτος το “δικό μας”. Υπάρχει μια γενική τάση, κατά τον ίδιο τρόπο που ο φασισμός, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός θεωρούνται υπερβολικές παρεκκλίσεις και στοιχεία ορισμένων μόνο εποχών και κρατών, όπως η Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι και ο μιλιταρισμός φαίνεται πως νοείται σαν ένα φαινόμενο το οποίο παρατηρείται μόνο σε μακρινά δικτατορικά καθεστώτα, όπου οι ηγέτες φοράνε χακί και τα τανκς είναι στους δρόμους ή και στις χούντες/παρενθέσεις της νεοελληνικής ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση η διερεύνηση του μιλιταρισμού, όχι στην Β. Κορέα ή στη Χούντα του 1967, αλλά το 2015 στην Ελλάδα του Συριζα, σίγουρα δεν πρέπει να φαίνεται και το πιο καυτό και εύστοχο θέμα, παρόλο που η Ρόζα Λούξεμποργκ σημείωνε πριν περίπου 100 χρόνια πως “Ο μιλιταρισμός είναι και στις δυο μορφές του -τόσο ως πόλεμος όσο και ως ένοπλη ειρήνη- παιδί του καπιταλισμού”. Ελπίζουμε όμως, μέσα από τέτοιες προσπάθειες, να γίνει ξεκάθαρη η γενετική σχέση μιλιταρισμού-κράτους.
Σε αυτή την πραγματικότητα, λοιπόν, ο ελληνικός στρατός, η εθνική άμυνα και τα λεγόμενα εθνικά θέματα, φαίνεται να περικλείονται από μια αόρατη προστατευτική γυάλα που κανείς δεν τολμά ή δε θέλει να ραγίσει. Ακόμα και μετά το τέλος του περίφημου δικομματισμού με την μακροχρόνια εναλλαγή στην κυβέρνηση “των ίδιων και των ίδιων”, ακόμα και με “πρώτη φορά αριστερά” και τους “παλιούς πολιτικούς” παραμερισμένους, ο πυρήνας του κράτους συνεχίζει μια χαρά τη δουλειά του. Εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αντίφαση, παρά μόνο για όσους δε γνωρίζουν ή παραγνωρίζουν την αδιάρρηκτη σχέση μιλιταρισμού και εξουσίας, αλλά και με την εκάστοτε κυβέρνηση που καλείται κάθε φορά να διαχειριστεί την ταξική κυριαρχία.
Ο Συριζα, παράλληλα με το να σχεδιάζει την συνεργασία με τους ΑΝΕΛ ως τον τέλειο σύμμαχο που θα γεμίσει τα κενά του, κατάφερε να εκμεταλλευτεί με διάφορους τρόπους τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου (ιδιαίτερα τις πλατείες των “αγανακτισμένων”), μιλώντας τη γλώσσα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, εμποτισμένη με αρκετό αντιμνημονιακό πατριωτισμό αλλά και παράλληλα εκτρέποντας/αμβλύνοντας τα πιο ριζοσπαστικά ταξικά χαρακτηριστικά τους σε πιο ακίνδυνα ζητήματα “‘δημοκρατίας, προόδου και πολιτισμού”. Έτσι, όχι μόνο αφομοίωσε τις αντιστάσεις στις οποίες λιγότερο ή περισσότερο συμμετείχε, αλλά κεφαλαιοποίησε επικοινωνιακά ακόμα και κινήματα τα οποία τα στελέχη του δεν κατάφεραν να αγγίξουν ποτέ τους, πατώντας στις εσωτερικές τους αντιφάσεις και εμφανιζόμενος σαν μια ρεαλιστική εκπροσώπηση όλης αυτής της δυναμικής των πρόσφατων κοινωνικών αναταράξεων. Με αυτόν τον τρόπο, πέρα από την στήριξη κομματιών του κεφαλαίου, αλλά και των μικροαστών-μικροαφεντικών, δεν είναι τόσο περίεργο που εξασφάλισε παράλληλα και την ψήφο ανέργων, χαμηλόμισθων εργατών και ανθρώπων που, βλέποντας ότι το πέρασμα από τον καναπέ στον δρόμο δεν είχε το άμεσο αποτέλεσμα που μπορεί να πίστεψαν, εναπόθεσαν με όρους ανάθεσης τις ελπίδες τους, για κάτι έστω και λίγο καλύτερο, σε έναν κομματικό μηχανισμό που τους υποσχέθηκε άλλωστε τόσο πολλά και φυσικά αντιθετικά πράγματα μεταξύ τους…”