Από τον Νοέμβριο του 1917 μέχρι τον Μάρτιο του 1918 επιστρατεύθηκε στα πλαίσια του Α Παγκοσμίου Πολέμου (Αύγουστος 1914 – 11 Νοεμβρίου 1918) και στάλθηκε στο μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και έμεινε αρκετόν καιρό σε νοσοκομείο. Κάνοντας αναρχική προπαγάνδα ακόμη και στους κύκλους των αξιωματικών, συνελήφθη τελικά τον Ιούλιο του 1918 και φυλακίστηκε στην Πιανόζα (Pianosa), ως σχετιζόμενος με τους οργανωτές της διεθνούς γενικής απεργίας από 20 έως 22 Ιουλίου. Στην φυλακή της Πιανόζα ο Μπερνέρι έμεινε έγκλειστος μέχρι το τέλος του πολέμου.
Με την αποφυλάκισή του, δίχως να έχει έστω στο ελάχιστο φοβηθεί, συνέχισε απτόητος την οργανωτική – προπαγανδιστική δράση του και σε λίγο γνωρίστηκε και προσωπικά με τον φημισμένο αναρχικό Ερρίκο Μαλατέστα (Errico Malatesta, 1853 – 1932), του οποίου έκτοτε έγινε στενός συνεργάτης και τον βοήθησε στην έκδοση της αναρχικής εφημερίδας «Νέα Ανθρωπότητα» («Umanita Nova») του Μιλάνου. Αρθρογράφησε επίσης τακτικότατα σε αρκετά άλλα έντυπα, τόσο αναρχικά (λ.χ. στα «Pensiero e Volonta» της Ρώμης, «L’ Avvenire Anarchico» της Πίζας, «Volonta» της Ανκόνας, κ.ά.) όσο και όχι (λ.χ. στο «La Rivoluzone Liberale» του Τορίνο), αναδεικνυόμενος σε σημαντικό θεωρητικό του ιταλικού κινήματος.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ήδη από το 1925 ο πραγματιστής και ήδη βιώσας την φασιστική τρομοκρατία Μπερνέρι είχε την δύναμη να καταγγείλει την συστηματική όσο και ανεύθυνη κολακεία του «λαού» από τους κομμουνιστές αναφορικά με τις υποτιθέμενες επαναστατικές «δυνατότητές» του: «πρέπει να απαλλαγούμε από τον ρομαντισμό, που πάει να πει ότι επιτέλους κάποτε θα πρέπει να δούμε προοπτικά τις μάζες. Ο υποτιθέμενος ομοιογενής λαός δεν υπάρχει, αυτό που όντως υπάρχει είναι ένα πλήθος ανθρώπων που όχι μόνο διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά και που είναι χωρισμένοι σε κατηγορίες. Η υποτιθέμενη επαναστατική θέληση των μαζών δεν υπάρχει, αυτό που όντως υπάρχει είναι διάφορες επαναστατικές στιγμές όπου μόνο κατά την διάρκειά τους οι μάζες μπορούν να λειτουργήσουν ως κινητήριος μοχλός για την επανάσταση».
Τελικά στις 25 Ιουλίου 1936 ο Μπερνέρι έφθασε με ένα φορτίο όπλων και πυρομαχικών στην εξεγερμένη ενάντια στο πραξικόπημα του Φράνκο (Francisco Franco) Βαρκελώνη και εξέφρασε την αλληλεγγύη των Ιταλών αναρχικών στους καταλανούς ομοϊδεάτες τους από το βήμα μιας τεράστιας διαδήλωσης 100.000 περίπου ανθρώπων στην Plaza de los Toros.
Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Guerra di Classe» |
Στις 17 Αυγούστου 1936 ίδρυσε μαζί με τον μη μαρξιστή σοσιαλιστή Κάρλο Ροσέλι (Carlo Rosselli, 1899 – 1937) την ιταλική «Ταξιαρχία Ματεότι» («Brigata Matteotti»), την πρώτη ταξιαρχία ξένων αντιφασιστών εθελοντών για το μέτωπο της Αραγωνίας, η οποία απαρτιζόταν από 150 μαχητές. Στις 21 Αυγούστου κατέλαβε με την ταξιαρχία του την Γκαλότσα (Galocha) και στις 28 Aυγούστου πολέμησε κατά των πέντε φορές περισσότερων «φρανκιστών» στην τετράωρη αιματηρή μάχη του Μόντε Πελάτο (Monte Pelato), ενώ στις 3 Σεπτεμβρίου τους αντιμετώπισε επιτυχημένα για μία ακόμη φορά στην Χουέσκα (Huesca).
Μαχητής του όπλου αλλά και της πέννας, αρθρογράφησε στον τύπο της Βαρκελώνης και τον Οκτώβριο του 1936 ανέλαβε την αρχισυνταξία της ιταλόφωνης εφημερίδας «Ταξικός Πόλεμος» («Guerra di Classe»), από την οποία άσκησε αυστηρότατη κριτική ισόποσα τόσο στους αναρχοσυνδικαλιστές της «Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας» («Confederación Nacional del Trabajo», CNT) που συμφώνησαν να συμμετάσχουν στην αριστερή κυβέρνηση του λεγόμενου «Λαϊκού Μετώπου» («Frente Popular») όσο και σε εκείνους του αναρχικού χώρου που προέβαιναν σε ακρότητες. Εξαιτίας της παρρησίας του, δέχθηκε συχνά παρατηρήσεις από τους υπεύθυνους διαφωτισμού της CNT, αλλά και απειλές από τους κομμουνιστές που ήδη είχαν αρχίζει να στρέφονται ενάντια στους έως τώρα συναγωνιστές τους, προκειμένου να ελέγξουν απολύτως τα πολιτικο-στρατιωτικά πράγματα. Τον Ιανουάριο του 1937 έγραφε στην εφημερίδα του: «εδώ και κάποιον καιρό και ο δικός μας χώρος δέχεται επιθέσεις από τους σταλινικούς», ενώ σε επιστολή του προς την σύζυγό του με ημερομηνία 25 Απριλίου 1937 τόνιζε: «εγώ που γενικά δεν φοβάμαι να αντιμετωπίσω τον όποιο κίνδυνο, μερικές φορές καταλαμβάνομαι από έντονο προαίσθημα θανάτου δίχως να υπάρχει κάποια φανερή, αντικειμενική αιτία».
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΑΛΙΝΙΚΟΥΣ
Κατά τις ημέρες που το σταλινικό Κομμουνιστικό Κόμμα («Partido Comunista de España», PCE) με τα διάφορα παρακλάδια του (λ.χ. «Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλωνίας», «Partit Socialista Unificat de Catalunya», PSUC) προέβαινε σε εξόντωση των έως τότε συναγωνιστών του τροτσκιστών, αναρχοσυνδικαλιστών και αναρχικών, ο Μπερνέρι μπήκε και αυτός στο στόχαστρο των κομμουνιστών. Στις 5 Μαϊου 1937, ομάδα 12 ενόπλων με τα κόκκινα περιβραχιόνια του PSUC εισέβαλε στο σπίτι του στην Βαρκελώνη, τον συνέλαβε μαζί με τον επίσης αναρχικό Μπαρμπιέρι (Francisco Barbieri, 1895 – 1937) και τους εκτέλεσε κάπου κοντά στο κυβερνείο («Generalitat de Catalunya») της πόλης. Τα σώματά τους βρέθηκαν και περισυλλέχθηκαν το βράδυ της ίδιας ημέρας, διάτρητα από σφαίρες.
Από τραγική ειρωνεία της τύχης, την ημέρα της δολοφονίας των Μπερνέρι – Μπαρμπιέρι, ο ραδιοφωνικός σταθμός των κομμουνιστών είχε αφιέρωμα στον πριν από μόλις 8 ημέρες αποβιώσαντα Ιταλό κομμουνιστή ηγέτη Γκράμτσι (Antonio Gramsci, 1891 – 1937) που είχε πριν από κάποια χρόνια τονίσει ότι δεν επιτρέπεται οι ομοϊδεάτες του να βλέπουν ως εχθρούς τους τούς αναρχικούς, αφού «οι εχθροί έχουν ιδέες αντίθετες, όχι απλώς διαφορετικές» («avversari sono due idee contradditorie, non due idee diverse»).